- στρόφος
- ο, ΝΜΑ, και στρόπος Νισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρωννεοελλ.1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφήςμσν.1. στροβίλισμα2. ίλιγγος, ζάληαρχ.1. κλωσμένο σχοινί, τριχιά2. (γενικά) σχοινί3. παρθενική ζώνη4. λωρίδα υφάσματος για τη σπαργάνωση βρέφους, φασκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροφ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. στρέφω (βλ. και λ. στροφή)].
Dictionary of Greek. 2013.